Πρωκτικός κνησμός και θεραπεία

Η θεραπεία ποικίλλει ευρέως, ανάλογα με την πραγματική αιτία του κνησμού.

Σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, επαναξιολογείται η υγιεινή της περιοχής και δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στον καθαρισμό και το απαλό σκούπισμα μετά τις αφοδεύσεις. Η ελλιπής υγιεινή, είτε η υπερβολική υγιεινή και το είδος των προϊόντων καθαρισμού που χρησιμοποιούνται (όπως για παράδειγμα το σαπούνι), παίζουν ρόλο στην εμφάνιση ή στην επιδείνωση του προβλήματος.

ΚΥΡΙΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ: Η ασθένεια είναι αυτοδιαωνιζόμενη και η κατάσταση επιδεινώνεται από το ξύσιμο και το τρίψιμο. Ο έντονος κνησμός κάνει τον ασθενή να ξύνει την πάσχουσα περιοχή. Το ξύσιμο και το τρίψιμο στις επιφανειακές στιβάδες του δέρματος κάνει τον κνησμό πιο έντονο, αναγκάζοντας τον ασθενή να ξύνεται περισσότερο. Καθώς το περιπρωκτικό δέρμα αρχίζει να σπάει, τα προστατευτικά στρώματα του δέρματος αρχίζουν να στάζουν διάμεσο υγρό. Η περιοχή τότε γίνεται υγρή και ευπαθής σε προσβολή από μύκητες. Δημιουργούνται ανοιχτές πληγές από το ξύσιμο, που γίνονται ευάλωτες στη μόλυνση από βακτήρια. Γι’ αυτό, η θεραπεία πάντοτε εξατομικεύεται και εξαρτάται από το βαθμό των δερματικών αλλοιώσεων.

Συχνά συνταγογραφούνται φάρμακα υδροκορτιζόνης που εφαρμόζονται τοπικά, ειδικά στην πρώτη φάση της θεραπείας, για την αντιμετώπιση των δερματικών αλλοιώσεων, όπως δερματίτιδα εξ επαφής. Δεν συνιστάται ωστόσο, η μακροχρόνια χρήση τους.

Χρησιμοποιώντας μια προστατευτική κρέμα ή μια μαλακτική αλοιφή, μπορούμε επίσης να βοηθήσουμε στην πρόληψη ερεθισμού του δέρματος από την άμεση επαφή με τα κόπρανα. Σε περίπτωση που υπάρχει ανάπτυξη μυκητίασης , θα πρέπει να προστεθούν στη θεραπευτική αγωγή και αντιμυκητιασικά φάρμακα.

Σε περίπτωση που υπάρχει μια βακτηριακή συνιστώσα στον ερεθισμό του δέρματος, πρέπει να συνταγογραφούνται επίσης αντιμικροβιακά φάρμακα. Σκευάσματα που περιέχουν συνδυασμό αντιμυκητιακού, αντιβακτηριακού, και κορτικοστεροειδούς μπορεί να βοηθήσουν, διότι μπορεί να θεραπεύσουν τα συμπτώματα του κνησμού καθώς και πολλές από τις αιτίες που προκαλούν τον ερεθισμό του περιπρωκτικού δέρματος.

Το ζεστό και υγρό περιβάλλον είναι ιδανικό για την ανάπτυξη μυκήτων και βακτηρίων. Σε περίπτωση που η περιπρωκτική περιοχή είναι ερεθισμένη από μια συνεχή αίσθηση υγρασίας, θα πρέπει να στεγνώνεται η περιοχή με πιστολάκι μετά από το ντους και να τοποθετείται βαμβάκι ανάμεσα στους γλουτούς για να διατηρείται η ξηρότητα.

Αντένδειξη αποτελεί να χρησιμοποιούνται σκόνες απορροφητικές που δεν περιέχουν άμυλο καλαμποκιού, το οποίο είναι τροφή για τα βακτηρίδια και τους μύκητες. Στην περίπτωση της υπεριδρωσίας στην περιπρωκτική περιοχή μπορεί να φανεί χρήσιμη μια συνταγή κατά της εφίδρωσης που περιέχει εξαϋδρικό αλουμίνιο ή χλωριούχο αλουμίνιο.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η δίαιτα χωρίς σύνεση, η χρήση αντιβιοτικών ή μια μόλυνση, μπορεί να μεταβάλουν το pH, μέτρο της οξύτητας ή αλκαλικότητας ενός διαλύματος, του εντερικού σωλήνα. Μια αύξηση του pH (αλκαλικότητα) επιτρέπει στο φυσιολογικό προστατευτικό μηχανισμό του εντερικού σωλήνα να χαθεί, αυξάνοντας τον πολλαπλασιασμό των μυκήτων και των βακτηρίων. Μια απλή εξέταση της οξύτητας κοπράνων μπορεί να είναι χρήσιμη για τη διάγνωση του προβλήματος, αλλά δεν είναι εξειδικευμένη και δεν θα πρέπει να αρκεστούμε σε αυτήν.

Για να διορθωθεί αυτό το πρόβλημα, τροποποιείται η διατροφή του ασθενούς προκειμένου να αποφευχθούν τροφές με υψηλή αλκαλικότητα και το είδος των τροφών που προέρχονται από ζύμωση, όπως οι χυμοί εσπεριδοειδών, η μπύρα, το κρασί και τα ανθρακούχα ποτά. Παράλληλα, επαναφέρονται στον εντερικό σωλήνα φιλικά βακτήρια, με τη μορφή των Lactobacillusacidophilus, τα οποία λαμβάνονται από το στόμα 4 φορές την ημέρα για 7-10 ημέρες.

Τέλος, ο ασθενής πρέπει να εξετάζεται για τροφικές αλλεργίες και ευαισθησίες. Μια κοινή αιτία του πρωκτικού κνησμού μπορεί να είναι η δυσανεξία στη λακτόζη, δηλαδή η ανικανότητα να χωνέψει σημαντικές ποσότητες λακτόζης, που είναι το κυρίαρχο σάκχαρο του γάλακτος και του τυριού. Τα αντισταμινικά μπορεί να βοηθήσουν στην εξουδετέρωση της αντίδρασης ορισμένων αλλεργιογόνων. Ωστόσο, θα πρέπει να αποφεύγονται τα τρόφιμα στα οποία παρουσιάζεται δυσανεξία. Επίσης πρέπει να αποφεύγονται τρόφιμα που παρατηρούμε ότι η χρήση τους προκαλεί επιδείνωση του κνησμού. Τέτοια συνήθως είναι η σοκολάτα, τα εσπεριδοειδή, ο καφές, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, οι ξηροί καρποί, τα πικάντικα τρόφιμα, οι ντομάτες κ.α.

Συνήθως η αιτία του πρωκτικού κνησμού είναι δύσκολο να προσδιοριστεί και να αντιμετωπιστεί. Σε αρκετές περιπτώσεις οι παραπάνω θεραπείες έχουν φτωχά αποτελέσματα και ο πρωκτικός κνησμός θεωρείται ανθεκτικός. Σε αυτές τις μορφές ανθεκτικού πρωκτικού κνησμού, η πολυετής εμπειρία μας, μας επιτρέπει τη χρήση ειδικών τεχνικών, όπως διήθηση της περιπρωκτικής περιοχής, με πολύ καλά αποτελέσματα. Το 90% των ασθενών απαλλάσσεται από το χρόνιο βασανιστικό πρόβλημα του πρωκτικού κνησμού.